ΕΠΙΜΕΛΕΙΤΑΙ ΚΑΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ Ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ Ή ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΞ Ή ΧΟΜΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ Ή ΤΣΑΚΘΑΝ
Ερωτήσεις στον ιστορικό Κώστα Παλούκη για το βιβλίο του για τους Αρχειομαρξιστές
Αγαπητέ Κώστα
1. Κατά αρχάς θα θέλαμε κάποιες πληροφορίες για το αντικείμενο της έρευνας σου: ποιοι ήταν οι Αρχειομαρξιστές
Οι αρχειομαρξιστές ήταν μια κομμουνιστική οργάνωση η οποία έδρασε κυρίως στο μεσοπόλεμο. Δημιουργήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1920, και λειτουργούσε άλλοτε εντός και άλλοτε εκτός του ΣΕΚΕ/ΚΚΕ, εκπροσωπώντας κυρίως στρώματα ανδρών χειροτεχνών εργατών. Με στόχο την δημιουργία ενός κομμουνιστικού κόμματος, ανέπτυξε μια μορφή μυστικής δράσης με κύριο αρχικό ενδιαφέρον τον κομμουνιστικό διαφωτισμό και την κομμουνιστική ηθικοποίηση της ελληνικής εργατικής τάξης. Η δομή της οργάνωσης ήταν πυραμιδωτή και όχι στα πρότυπα του κόμματος νέο τύπου. Ο Φραγκίσκος Τζουλάτι διετέλεσε πρώτος ηγέτης της, αλλά η οργάνωση ταυτίστηκε με τον Δημήτρη Γιωτόπουλο. Στα 1929 φαίνεται να ελέγχει 28 σωματεία και να διαθέτει παρατάξεις σε πλείστα άλλα. Μέσω της δράσης της στα σωματεία επηρέαζε περίπου 3500 εργάτες. Στα 1930 ήταν σχεδόν ισοδύναμη με το ΚΚΕ καθώς διέθετε 1100 έως 1500 μέλη όταν το ΚΚΕ είχε πέσει στα 1500. Τότε συνδέθηκε με την Διεθνή Αριστερή Αντιπολίτευση και έγινε το επίσημο τμήμα της στην Ελλάδα αποκτώντας το όνομα Κομμουνιστική Οργάνωση Μπολσεβίκων Λενινιστών Ελλάδας – Αρχειομαρξιστών (ΚΟΜΛΕΑ). Εγκατέλειψε την μυστική πυραμιδωτή οργανωτική δομή και υιοθέτησε ένα οργανόγραμμα με βάση τα πρότυπα του κόμματος νέου τύπου. Στα 1933 έφτασε τα 2281 μέλη, όταν το ΚΚΕ ανέβηκε στα 4416. Την ίδια χρονιά, η ΚΟΜΛΕΑ ελέγχει 24 σωματεία σε 8 πόλεις και διαθέτει συνολικά 120 παρατάξεις σε 15 πόλεις. Ταυτόχρονα συμμετείχε σε 10 δευτεροβάθμια σωματεία ελέγχοντας το ένα Εργατικό Κέντρο Καλαμάτας (υπήρχαν τρία) και την Γενική Συνομοσπονδία Αναπήρων Ελλάδας. Το 1934 η ΚΟΜΛΕΑ διασπάστηκε σε δύο πολύ μικρότερες ομάδες η πρώτη αναζητούσε τον παλιό αρχειομαρξισμό και η δεύτερη ακολούθησε έναν καθαρότερο τροτσκισμό. Μετά την διάσπαση, η οργάνωση απώλεσε την δυναμική της.
2. Πως αποφάσισες να ασχοληθείς μαζί τους;
Τα κίνητρα για τη μελέτη της περίπτωσης των αρχειομαρξιστών ήταν πολλά. Για ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και για κάποιους ιστορικούς, η ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος και της ελληνικής αριστεράς είναι ταυτόσημη με την πορεία και την δράση του ΚΚΕ. Για μένα αυτό δεν ίσχυε στο παρόν, και για αυτό αισθανόμουν την ανάγκη να το αναζητήσω και στο παρελθόν. Το πολιτικό μου στοίχημα ήταν λοιπόν να καταδείξω ότι μια μικρή σχετικά κομμουνιστική ομάδα 1500 ατόμων ήταν ικανή να πετύχει πάρα πολλά για την κοινωνία και την εργατική τάξη. Και εάν αυτό συνέβαινε τότε, το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και τώρα.
Ιδιαίτερα για την περίοδο του μεσοπολέμου ουσιαστικά παραβλέπεται, συχνά συνειδητά, από τις διάφορες ιστορικές και πολιτικές έρευνες ένα μικρότερο σε σχέση με το ΚΚΕ, αλλά αρκετά δυναμικό, κομμάτι της επαναστατικής αριστεράς. Κι όμως την περίοδο μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, οπότε και άρχισε να ανδρώνεται το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα, εκτός από το μετεξελιγμένο ΣΕΚΕ σε ΚΚΕ έδρασαν διάφορες ομάδες, διασπάσεις κυρίως του προηγούμενου. Αυτές οι κινήσεις οι οποίες λειτούργησαν μαχητικά μέσα στις γραμμές του ελληνικού εργατικού κινήματος πρότειναν λύσεις στα διάφορα προβλήματα που το απασχολούσαν, πρόβαλλαν τον δικό τους επαναστατικό λόγο και προσέφεραν την δική τους άποψη για την ελληνική κοινωνία της εποχής. Κάποιες από αυτές, όπως η αρχειομαρξιστική οργάνωση ήταν αρκετά μαζικές αφήνοντας ένα σημαντικό αποτύπωμα στην ιστορία της χώρας. Ωστόσο, πολλές φορές κυριαρχεί, δυστυχώς ακόμη και σε μαρξιστές, μια ιδεαλιστική αντίληψη για την ιστορία η οποία καταδικάζει εντελώς αφαιρετικά ως εξωιστορικό κάθε τι που ορίζει «μικρό» θεωρώντας ότι η δράση του ή ο λόγος του δεν έχει συνέπειες. Αυτή λοιπόν η άποψη, διατυπωμένη κυρίως από τον Άγγελο Ελεφάντη, με ενοχλούσε πάρα πολύ, με απασχολούσε και με κάποιο τρόπο ήθελα να την αναιρέσω προβάλλοντας ένα άλλο επιστημονικό παράδειγμα.
Σε κάθε περίπτωση, η υποστήριξη του επόπτη μου Χρήστου Χατζηιωσήφ ήταν καθοριστική για την τελική επιλογή μου.
3. Ποιο ήταν το αρχειακό υλικό στο οποίο ανέτρεξες για να στοιχειοθετήσεις την έρευνα σου; Υπήρχε δυσκολία στην πρόσβαση;
Το βιβλίο είναι μέρος της διδακτορικής διατριβής μου στο Τμήμα Ιστορίας Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης με επόπτη τον καθηγητή Χρήστο Χατζηιωσήφ, μια από τις πιο σημαντικές φιγούρες της σύγχρονης ιστοριογραφίας. Η κύρια βάση των πρωτογενών πηγών της ήταν ο μεσοπολεμικός τύπος, κυρίως η Πάλη των Τάξεων, ο Ριζοσπάστης και τα άλλα κομμουνιστικά έντυπα, οι αστικές μεσοπολεμικές εφημερίδες, όπως ο Ελεύθερος Άνθρωπος, το Ελεύθερον Βήμα, η Ελληνική, η Μακεδονία κ.α. Επίσης, ήταν οι μαρτυρίες αρχειομαρξιστών που κατέγραψαν τρίτοι, ενώ κατέγραψα ο ίδιος από τον Φοίβο Αναστασιάδη και τον Γιάννη Βερούχη. Τέλος, σημαντική βάση των πρωτογενών πηγών υπήρξε το Αρχείο της Διεθνούς Αριστερής Αντιπολίτευσης στο Διεθνές Ινστιτούτο Κοινωνικής Ιστορίας στο Άμστερνταμ και άλλες συλλογές στο ΕΛΙΑ και τα ΑΣΚΙ. Ταυτόχρονα συνομίλησα με μέρος της ελληνικής και αγγλόφωνης βιβλιογραφίας πάνω στα ζητήματα του εργατικού, σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού κινήματος. Το ερώτημα της πρόσβασης είναι ένα πολύ ενδιαφέρον. Στην Ελλάδα, η Βιβλιοθήκη της Βουλής, το ΕΛΙΑ, τα ΑΣΚΙ και άλλοι μικρότεροι αρχειακοί φορείς διαθέτουν πολύ σημαντικά αρχειακά κατάλοιπα για την ιστορία του εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος διαθέσιμα στους ερευνητές. Για το Αρχείο της Διεθνούς Αριστερής Αντιπολίτευσης επισκέφθηκα το Διεθνές Ινστιτούτο Κοινωνικής Ιστορίας στο Άμστερνταμ, ενώ επίσης επισκέφθηκα και τη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Αμβούργου. Ωστόσο, νομίζω ότι χωρίς τις δυνατότητες του διαδικτύου δεν θα μπορούσα να έχω πρόσβαση στη αγγλόφωνη βιβλιογραφία καθώς οι ελληνικές ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες είναι γενικά φτωχές, με υποχρηματοδότηση, ενώ δεν διαθέτουν την 24ωρη υποστήριξη που διακρίνει τα μεγάλα ερευνητικά ιδρύματα. Οι ρωσικές ιστοσελίδες που προσφέρουν δωρεάν χιλιάδες επιστημονικά βιβλία και άρθρα αποτελούσαν και αποτελούν τη βάση για κάθε ερευνητή σε όλο τον κόσμο. Η τότε υποτροφία του ΙΚΥ προφανώς δεν επαρκούσε για να καλύψει όλες αυτές τις ανάγκες.
4. Θεωρείς ότι οι κινητοποιήσεις των Αρχειομαρξιστών αναδεικνύουν την ένταση της ταξικής πάλης στην Ελλάδα του μεσοπολέμου;
Η Ελλάδα μετά το 1922 ήταν μια κοινωνία σε ένταση κάτι το οποίο αποτυπώνεται εύγλωττα στον κοινωνικό πανικό των αστικών στρωμάτων. Ο αστικός τύπος, τα αστικά κόμματα και οι αστικές οργανώσεις αντιλαμβάνονται τις «επικίνδυνες τάξεις» να κινούνται απειλητικά εκτός αστικού - εθνικού πολιτισμού, κορμού και ιδεολογίας. Οι εικόνες της μεσοπολεμικής καθημερινότητας διανθίζονται από περιγραφές βίαιων συγκρούσεων μεταξύ διαδηλωτών και δυνάμεων καταστολής. Στις εφημερίδες, αριστερές ή καθεστωτικές, διαβάζουμε τη μία φορά για τους αρτεργάτες απεργούς, την άλλη φορά για τους υποδηματεργάτες, άλλοτε για τους τροχιοδρομικούς, άλλοτε για τους φωταεριεργάτες ή τους λιμενεργάτες και φυσικά τις περισσότερες φορές για τους καπνεργάτες διαδηλωτές. Η ενδημική παρουσία της ληστείας, η κρίση των αγροτοποιμενικών πληθυσμών, η κινητικότητα και η εξαθλίωση των αγροτικών στρωμάτων, αλλά και η διαδεδομένη οπλοχρησία σε πόλη και ύπαιθρο ενέτασσαν συνολικά το λαϊκό πληθυσμό σε ένα βίαιο και εξεγερτικό πλαίσιο, ακόμα και εάν τα παρέμενε υπό την σκέπη των αστικών πολιτικών κομμάτων. Τα λαϊκά στρώματα φαίνονται να παραβιάζουν νόμους και κανόνες είτε πρόκειται για απεργιακές συγκεντρώσεις, ξεσπάσματα και ταραχές είτε πρόκειται για μια διάχυτη κοινωνική απειθαρχία. Ακόμη φαίνεται να αποκλίνουν σε ηθικά ζητήματα, έμφυλες ιεραρχήσεις και γενικότερα στην κουλτούρα. Η κοινωνία δείχνει να βρίσκεται σε μια μεγάλη καθημερινή ένταση με τις αντιπαραθέσεις να λαμβάνουν συχνά εθνοτικό, έμφυλο, ταξικό ή πολιτικό χαρακτήρα. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον οι αρχειομαρξιστές ανέλαβαν να οργανώσουν μαχητικά τμήματα της εργατικής τάξης τα οποί δεν μπορούσαν να εκπροσωπηθούν από το ΚΚΕ λόγω των δικών του επιλογών.
5. Ποια ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά της δράσης αυτής;
Αρχικά οι αρχειομαρξιστές δεν ασχολούνταν ως αυτόνομη ομάδα με τον συνδικαλισμό, αλλά κατά βάση ακολουθούσαν το ΚΚΕ. Μετά το 1926, οι αρχειομαρξιστές εξήλθαν από την συνδικαλιστική αδράνεια χωρίς να αποκαλύπτουν την πολιτική τους ταυτότητα. Δεν παρουσιάζονταν ως «κομμουνιστές» ή ως «σοσιαλιστές», αλλά ως «απλοί» και «τίμιοι» εργάτες που ενδιαφέρονταν για το «πραγματικό» συμφέρον των εργαζομένων σε αντίθεση με τους παραδοσιακούς εργατοπατέρες του εργοδοτικού συνδικαλισμού και τους συνδικαλιστές του ΚΚΕ που κατηγορούσαν για «τυχοδιωκτισμό», «αμορφωσιά» και «σοσιαλδημοκρατισμό». Χαρακτηρίζεται από μια εμμονή στην «ηθικολογία» η οποία φαίνεται εκ πρώτης όψεως πως υποτιμά την πολιτική και προγραμματική αντιπαράθεση και ανάγει σε πρωτεύον ζήτημα το προσωπικό. Υποστήριζαν «ότι είναι εκτός πάσης πολιτικής» αποποιούμενοι την κομμουνιστική ταυτότητα. Μετά το 1927 οι αρχειομαρξιστές ήρθαν σε αντίθεση με το σχέδιο του ΚΚΕ να αντικατασταθούν τα παραδοσιακά σωματεία με τις βιομηχανικές ενώσεις, αλλά υιοθέτησαν τον ταξικό λόγο. Εκπροσωπώντας τα ριζοσπαστικά τμήματα των χειροτεχνιτών εργατών σε οικοδόμους, αρτεργάτες και υποδηματεργάτες κατέλαβαν πάρα πολλά σωματεία υπερασπίζοντας τον παραδοσιακό συντεχνιακό συνδικαλισμό. Επίσης, ήρθαν σε σύγκρουση με τον συντηρητικό καθαρό συνδικαλισμό της παράταξης Καλομοίρη και Σπέρα υιοθετώντας όμως την ρητορική τους, δηλαδή την εκτός πολιτικής συνδικαλιστική δράση, όπως ακόμη ήρθαν σε σύγκρουση με του σοσιαλδημοκράτες υιοθετώντας τις θέσεις τους εν μέρει για τις κοινωνικές ασφαλίσεις. Τέλος, ήρθαν σε σύγκρουση με το σχέδιο του κράτους να εξωθήσουν τους κομμουνιστές από την ΓΣΕΕ. Εδώ ασκώντας κριτική στο ΚΚΕ για υπερεπαναστατισμό την εποχή της γραμμής του ΚΚΕ περί τρίτης περιόδου προσπάθησαν να υποκαταστήσουν τον ρόλο του. Στο βιβλίο αναφέρομαι στα χαρακτηριστικά όλων των μεσοπολεμικών παρατάξεων στέκοντας ιδιαίτερα στον ελληνικό καθαρό συνδικαλισμό, αλλά και στον γαλλικό καθαρό συνδικαλισμό (επαναστατικό και ρεφορμιστικό). Γενικά, υποστηρίζω πως ο αρχειομαρξισμός αναδύθηκε για να εκπροσωπήσει τα ριζοσπαστικοποιημένα συντεχνιακά στρώματα υιοθετώντας μια μορφή “κομμουνιστικού καθαρού συνδικαλισμού”. Αναφέρω την ανάπτυξη του αρχειομαρξισμού σε σωματεία και πόλεις και τον τρόπο με τον οποίο το πέτυχε. Οι αρχειομαρξιστές αναπτύχθηκαν εντός των μισθωτών χειροτεχνικών στρωμάτων με βάση τι πολιτικές θέσεις τους απέναντι στις άλλες παρατάξεις και κυρίως απέναντι στις νεωτερικές και επαναστατικές προτάσεις του ΚΚΕ. Ωστόσο, υπήρχαν συγκεκριμένοι μέθοδοι επέκτασης με ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά.
Μετά το 1930 οι αρχειομαρξιστές εγκαταλείπουν το ενιαίο μέτωπο με τους σοσιαλιστές και επιχειρούν να το οικοδομήσουν με τους κομματικούς προσχωρώντας στα δικά του Εργατικά Κέντρα, προωθώντας ενοποίηση σωματείων, συμμετέχοντας στα συνέδρια των ομοσπονδιών. Σε αυτήν την διαδικασία ενώ στα 1930 διέθεταν τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη απώλεσαν αυτήν τη δυναμική. Σημαντικός παράγοντας μια νέα διάσπαση εντός του αρχειομαρξισμού στον Πειραιά και στην Θεσσαλονίκη καθώς αποχώρησαν πολλοί συνδικαλιστές. Η σύγκλιση με το ΚΚΕ προϋποθέτει την «τροτσκιστική μπολσεβικοποίηση» του αρχειομαρξιστικού συνδικαλισμού. Οι αρχειομαρξιστές εγκαταλείπουν τον οικονομισμό και υιοθετούν πολιτικά αιτήματα, ενώ αποδέχονται το σύστημα των βιομηχανικών ενώσεων κατά περίπτωση. Στις αναλύσεις τους όμως για την οργάνωση της εργασίας ασκούν κριτική στον εκσυγχρονισμό και την εκμηχάνιση θεωρώντας ότι τη «μηχανή, σύμβολο ενός αλύπητου τσακίσματος κάθε μικρής επιχείρησης» και τον εκσυγχρονισμό σε συνδυασμό με την συγκεντροποίηση υπεύθυνο για την ανεργία, την αποειδίκευση κ.α. Στα 1930-32 φαίνεται ότι οι αρχειομαρξιστές ισορροπούν ανάμεσα σε δύο τάσεις. Από τη μία αντιστέκονται στον εκσυγχρονισμό, αλλά από την άλλη παραδέχονται τις αλλαγές και προσπαθούν να προσαρμοστούν μετασχηματίζοντας την δομή και τα αιτήματά τους. Ο λόγος τους όμως παραμένει κριτικός απέναντι στην εκμηχάνιση και τον εκσυγχρονισμό.
Οι αρχειομαρξιστές την περίοδο αυτή διαμόρφωσαν την συνδικαλιστική τους πρακτική σε πολλαπλές κατευθύνσεις. Σε κλάδους και επαγγέλματα όπου κυριαρχούσαν οι συντεχνιακές παραδόσεις, αγωνίζονταν για τα συμφέροντα των εργατών με βάση την κοινή εθιμική παράδοση, την ανεξαρτησία του παραγωγού και την αντίσταση στις προσπάθειες πειθάρχησης. Παράλληλα, διεκδικούσαν αιτήματα που αφορούσαν την ανεργία, την προστασία και την ποιότητα της εργασίας, αλλά και κοινωνικές ασφαλίσεις. Είχαν σημαντικές επιτυχίες στην διατήρηση και την εφαρμογή νόμων κοινωνικής προστασίας, αλλά στην εμπόδιση εφαρμογής εκσυγχρονιστικών νόμων. Παρότι στα 1931-32 έχασαν πολλά σωματεία στις μεγάλες πόλεις κατάφεραν να επεκταθούν σημαντικά σε μικρότερες πόλεις της Ελλάδας και να αποκτήσουν πανελλαδική δικτύωση. Η νέα ηγεσία του ΚΚΕ με την παρέμβαση της ΚΔ θα επιφέρει το τέλος της κοινής δράσης και θα ξεκινήσει ο νέος κύκλος βίας. Κατά την άποψή μου η επιλογή Ζαχαριάδη στην θέση του γενικού γραμματέα σχετίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό με την αποφασιστικότητά του απέναντι στην αντιμετώπιση του αρχειομαρξισμού.
Σημαντική τομή είναι η διαδικασία μπολσεβικοποίησης του αρχειομαρξισμού, κυρίως με το Πρώτο Συνέδριο 1932 στο οποίο αποκτά τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ενός κανονικού κόμματος νέου τύπου. Οι αρχειομαρξιστές προσανατολίζονται σταδιακά στην μετεξέλιξή τους σε νέο κόμμα που θα αντικαταστήσει το ΚΚΕ. Εγκαταλείπουν σε αυτήν την προοπτική το ενιαίο μέτωπο με το ΚΚΕ. Την ίδια περίοδο ζουν την δική τους «τριτοπεριοδική φάση» υπερπολιτικοποιώντας τον συνδικαλιστικό τους λόγο, αλλά και προσδοκώντας σε μια άμεση εργατική εξέγερση με αποτέλεσμα να προσανατολίζονται στην συγκτρότηση μιας μορφής σοβιέτ τόσο στα σωματεία όσο και στα χωριά. Στη μεγάλη πανελλαδική απεργία στα τέλη του 1932 οι αρχειομαρξιστές έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Η ΚΟΜΛΕΑ πίστεψε πως υποκατέστησε το ΚΚΕ και ανέλαβε τον ρόλο Κόμματος. Στην αποτίμησή τους εκτιμούν πως έχει έλθει το τέλος του ρόλου των παραδοσιακών στρωμάτων και ότι πρέπει να επεκταθούν στα βιομηχανικά εργατικά στρώματα υιοθετώντας το συγκεντρωτικό συνδικαλισμό βιομηχανικού τύπου. Η αλλαγή έγινε στην αρχειομαρξιστική παράταξη των ζαχαροπλαστών που όντως παρατηρείται μια αλλαγή στις παραγωγικές σχέσεις. Παρατηρειται όμως επιβίωση του αρχειομαρξιστικού συντεχνιακού συνδικαλισμού στους αρτεργάτες, ενώ υπάρχει ανάπτυξη του αρχειομαρξιστικού βιομηχανικού συνδικαλισμού σε κλωστοϋφαντουργούς και μυλεργάτες, όπως στην Καλαμάτα ή στους υποδηματεργάτες στην Θεσσαλονίκη. Η ανάπτυξή τους στην Καλαμάτα έδωσε την δυνατοτητα να έχουν σημαντικό ρόλο στην εξέγερση των λιμενεργατών στα 1934. Στο Καπνεργατικό Ζήτημα πλέον οι αρχειομαρξιστές ασκούν κριτική στο ΚΚΕ γιατί αναπαράγει συντεχνιακές θέσεις και δεν υπερασπίζεται τα δικαιώματα των γυναικών εργατριών. Τέλος, πρωταγωνιστικό ρόλο αναπτύσσουν μέσα στους καπνοπώλες-αναπήρους πολέμου οργανώνοντας μεγάλα μποϋκοτάζ απέναντι στα τραστ του κλάδου και στον Παπαστράτο.
Τέλος, προσπαθώ να εξηγήσω τους όρους της πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης των χειροτεχνικών στρωμάτων και τη μετάβαση στον αρχειομαρξιστικό βιομηχανικό συνδικαλισμό. Οι βασικές αιτίες ήταν ο ταξικός φραγμός στην δυνατότητα κοινωνικής ανέλιξης, το ζήτημα της εισόδου ανειδίκευτων εργατών, οι γενικές τάσεις των μισθών, αλλά το σημαντικότερο ζήτημα ήταν ο κίνδυνος του εκσυγχρονισμού. Στα 1932 οι αρχειομαρξιστές έκαναν στροφή στον βιομηχανικό συνδικαλισμό όπου ο καθαρός και ηθικός συνδικαλισμός είχε ηττηθεί, π.χ. σε υποδηματεργάτες, καπνεργάτες, ζαχαροπλάστες, μυλεργάτες και τον διατήρησαν εκεί που είχε επιτύχει π.χ. Αρτεργάτες,
Ο Κώστας Παλούκης είναι διδάκτορας νεότερης και σύγχρονης ιστορίας στο Τμήμα Ιστοριας Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Εργάζεται ως υπεύθυνος στο Ιστορικό Αρχείο κα διδάσκει στο Τμήμα Βιβλιοθηκονομίας, Αρχειονομίας και Συστημάτων Πληροφόρησης.